καυχησιολόγημα

καυχησιολόγημα
το
λόγος που περιέχει αλαζονεία, που λέγεται με κομπασμό, κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαληγορία — η έπαρση, καυχησιολόγημα, ομιλία με στόμφο: Οι μεγαληγορίες του τον κάνουν αντιπαθητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”